- εντομόφιλος
- -η, -ο1. που αγαπά τα έντομα, ο φίλος των εντόμων.2. (για ζώα), εντομοφάγος (βλ. λ.).3. (βοτ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντομόφιλα φανερόγαμα φυτά, που η γονιμοποίησή τους γίνεται με τη μεταφορά της γύρης από τα έντομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.